🇬🇷 el de 🇩🇪

τεμπέλης noun

  /temˈbe.lis/
  • (ιδιωματισμός, μεταφορικά) ο παίκτης παρτίδας πρέφας που διαδοχικά δεν παίζει όταν έρχεται η σειρά του να μοιράσει τα φύλλα της τράπουλας (όποτε σε παρτίδα παίζουν τέσσερις παίκτες, αντί των κανονικών τριών)
  • (προφορικό) στήριγμα του χεριού (αλλά και θήκη αντικειμένων) ανάμεσα στο κάθισμα του οδηγού και του συνοδηγού του αυτοκινήτου, το υποβραχιόνιο
faul, Faulpelz
Wiktionary Links