🇬🇷 el de 🇩🇪

υφιστάμενος

Untergebener

υφιστάμενος noun

Untergebene

υφιστάμενος

  • (λόγιο) που υφίσταται, που υπάρχει αυτή τη στιγμή
bestehend
Wiktionary Links