🇬🇷 el de 🇩🇪

φτερό noun

  • (ορνιθολογία) το καθένα από τα δύο μέλη (άνω άκρα) του σώματος των πτηνών και τα αντίστοιχα αρκετών εντόμων που χρησιμεύουν στο πέταγμα
  • (αθλητισμός) το χαρακτηριστικό μπαλάκι του μπάντμιντον
Flügel
  • καθετί που μοιάζει ή που λειτουργεί ως φτερό ή πτερύγιο, ιδίως οι πτέρυγες των αεροπλάνων
Feder
Wiktionary Links