🇬🇷 el de 🇩🇪

φτιάχνω verb

  • (κατ’ επέκταση) επιδιορθώνω ή μεταποιώ κάτι
reparieren, zurechtmachen
  • κάνω, δημιουργώ ή κατασκευάζω κάτι
machen, herstellen
Wiktionary Links