🇬🇷 el de 🇩🇪

χύνω verb

  • (μεταβατικό) προκαλώ τη ροή ενός υγρού από το δοχείο στο οποίο βρισκόταν προς τα κάτω.
gießen
  • (αμετάβατο) (χυδαίο) εκσπερματίζω, φτάνω σε οργασμό.
abspritzen
  • (μεταβατικό) οδηγώ μία ρευστή μάζα μετάλλου μέσα στο καλούπι όπου θα στερεοποιηθεί και θα αποκτήσει το επιθυμητό σχήμα.
Besetzung
Wiktionary Links