🇬🇷 el de 🇩🇪
χώρα noun
/ˈxo.ɾa/
|
|
---|---|
Land, Staat |
- κροατική χώρα πόλη
- burgenlandkroatisch
- χώρα του ανατέλλοντος ηλίου
- Land der aufgehenden Sonne
- στη χώρα των τυφλών, βασιλεύει ο μονόφθαλμος
- unter den Blinden ist der Einäugige König
- στη χώρα των τυφλών, ο μονόφθαλμος είναι βασιλιάς
- unter den Blinden ist der Einäugige König
- βουβωνική χώρα
- Leistengegend
Wiktionary Links
- ελληνικά: χώρα