🇬🇷 el en 🇬🇧
δουλειά noun
/ðuˈʎa/
|
|
---|---|
work, job, employment, business |
- αν βάζεις τον κώλο σου να σου κάνει δουλειά, σκατά δουλειά θα κάνει
- if you pay peanuts, you get monkeys
- ψάχνω για δουλειά
- I'm looking for a job
- κοιτάζω τη δουλειά μου
- mind one's own business
- συνέντευξη για δουλειά
- job interview
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος και έπνιγε τα παιδιά του
- idle hands are the devil's workshop
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του
- idle hands are the devil's workshop
- η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη
- all work and no play makes Jack a dull boy
Wiktionary Links
- ελληνικά: δουλειά