🇬🇷 el en 🇬🇧

εγώ

  /eˈɣo/
  • (προσωπική αντωνυμία) εκφράζει το πρόσωπο το οποίο μιλά
I, ego

εγώ noun

  /eˈɣo/
  • (ψυχολογία) το Εγώ
ego
Wiktionary Links