🇬🇧 en el 🇬🇷
Roman adjective
/ˈɹoʊ.mən/
,
/ˈɹəʊ.mən/
|
|
---|---|
|
ρωμαϊκός |
|
λατινικός |
|
ρωμαιοκαθολικός |
Roman noun
/ˈɹoʊ.mən/
,
/ˈɹəʊ.mən/
|
|
---|---|
|
Ρωμαίος, ρωμαϊκός |
|
λατινικό αλφάβητο |
Romans properNoun
/ˈɹoʊmənz/
,
/ˈɹəʊmənz/
|
|
---|---|
|
προς Ρωμαίους |
Romanization noun
/ˌɹəʊmənaɪˈzeɪʃən/
|
|
---|---|
|
λατινική μεταγραφή |
- Roman Empire
- Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Βασιλεία Ρωμαίων
- Roman Catholic
- ρωμαιοκαθολικός
- Holy Roman Empire
- Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
- Greco-Roman
- ελληνορωμαϊκός
- Roman Catholicism
- ρωμαιοκαθολικισμός
- Graeco-Roman
- ελληνορωμαϊκός
- Greco-Roman wrestling
- ελληνορωμαϊκή
- Roman Catholic Church
- Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
- Roman road
- Ρωμαϊκή οδός