🇬🇷 el en 🇬🇧

Ρωμαίος properNoun

  /ɾoˈme.os/
  • (εθνικό όνομα, ιστορία) πολίτης ή κάτοικος της Ρώμης ή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
Roman

Ρωμαίος properNoun

  /ɾoˈme.os/
  • ανδρικό όνομα
Romeo
Wiktionary Links