🇬🇧 en el 🇬🇷
after conjunction
/ˈaftə(ɹ)/
,
/ˈæftəɹ/
,
/ˈætə(ɹ)/
,
/ˈɐːftə/
,
/ˈɑːftə/
,
/ˈɑːtə(ɹ)/
,
[ˈäftɚ]
|
|
|---|---|
|
αφού, αφότου |
after preposition
/ˈaftə(ɹ)/
,
/ˈæftəɹ/
,
/ˈætə(ɹ)/
,
/ˈɐːftə/
,
/ˈɑːftə/
,
/ˈɑːtə(ɹ)/
,
[ˈäftɚ]
|
|
|---|---|
|
μετά |
after adverb
/ˈaftə(ɹ)/
,
/ˈæftəɹ/
,
/ˈætə(ɹ)/
,
/ˈɐːftə/
,
/ˈɑːftə/
,
/ˈɑːtə(ɹ)/
,
[ˈäftɚ]
|
|
|---|---|
|
έπειτα, ύστερα, κατόπιν |
- day after tomorrow
- μεθαύριο, μετά την επόμενη μέρα
- come after
- έπομαι, καταδιώκω
- after all
- πάντως, στο κάτω κάτω, τέλος πάντων
- happily ever after
- κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα
- one after another
- αράδα
- two days after tomorrow
- αντιμεθαύριο, παραμεθαύριο, μετά τις επόμενες μέρες
- after you
- περάστε, περάστε πρώτος
- look after
- νοιάζομαι, αγρυπνώ
- after-shave
- άφτερ σέιβ
Wiktionary Links
- English: after