🇬🇷 el en 🇬🇧

αφού

  /aˈfu/
  • (χρονικός) εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις που δηλώνουν το προτερόχρονο
after
  • (αιτιολογικός) εισάγει [δευτερεύουσα πρόταση|δευτερεύουσες προτάσεις]] που δηλώνουν την αιτία λόγω της οποίας ό,τι εκφέρει η κύρια πρόταση συμβαίνει ή ισχύει
since
Wiktionary Links