🇬🇧 en el 🇬🇷
air noun
/eə̯/
,
/eː/
,
/ɛə̯/
,
/ɛɚ/
,
/ɛɹ/
,
/ɛː/
,
[ɪə̯~eə̯]
|
|
---|---|
|
αέρας, αήρ |
|
μελωδία, σκοπός |
|
αέρας |
- air force
- αεροπορία, πολεμική αεροπορία
- air conditioning
- κλιματισμός, κλιματιστικό
- hot-air balloon
- αερόστατο
- air base
- αεροπορική βάση
- air conditioner
- κλιματιστικό
- air traffic controller
- ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας
- air traffic control
- έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας
- air gun
- αεροβόλο
- air traffic
- εναέρια κυκλοφορία