🇬🇧 en el 🇬🇷
aracial adjective |
|
---|---|
|
άεθνος, άφυλος, αντιφυλετικός, αφυλετικός, μη φυλετικός |
Wiktionary Links
- English: aracial
aracial adjective |
|
---|---|
|
άεθνος, άφυλος, αντιφυλετικός, αφυλετικός, μη φυλετικός |