🇬🇷 el en 🇬🇧

άφυλος adjective

  • που δεν έχει φύλο ή δεν έχει αναπαραγωγικά όργανα ή που το είδος του εμφανίζει (και άρα αναπαράγεται από) ένα φύλο
aracial
Wiktionary Links