🇬🇧 en el 🇬🇷
bite verb
/baɪt/
|
|
---|---|
|
δαγκώνω |
|
δαγκώνω, τσιμπάω |
|
τσιμπάω |
|
τσιμπάω, δαγκώνω |
bite noun
/baɪt/
|
|
---|---|
|
δάγκωμα |
|
δάγκωμα, δαγκωματιά |
|
τσίμπημα |
|
μπουκιά |
biting adjective
/ˈbaɪtɪŋ/
|
|
---|---|
|
καυτερός |
- bite the dust
- βλέπω τα ραδίκια ανάποδα
- all bark and no bite
- σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει, σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει, όλο λόγια
- barking dogs seldom bite
- σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει, σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει
- one's bark is worse than one's bite
- σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει, σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει
- bite one's tongue
- δαγκώνω τη γλώσσα μου
- bite me
- άντε γαμήσου
- bite off
- αιχμαλωτίζω