🇬🇷 el en 🇬🇧

τσιμπάω verb

  /t͡simˈba.o/
  • (για έντομα) τρυπώ με το κεντρί
  • (για ψάρια) δαγκώνω το δόλωμα μιας πετονιάς με το στόμα
bite
  • (για πουλιά) τρώω κάτι με το ράμφος
peck
  • πιέζω κάτι με δυο δάχτυλα ώστε να προξενήσω πόνο
pinch
  • (μεταφορικά) τρώω κάτι στα γρήγορα
nibble
Wiktionary Links