τσιμπάω
verb
/t͡simˈba.o/
|
- (για έντομα) τρυπώ με το κεντρί
- (για ψάρια) δαγκώνω το δόλωμα μιας πετονιάς με το στόμα
|
bite
|
- (για πουλιά) τρώω κάτι με το ράμφος
|
peck
|
- πιέζω κάτι με δυο δάχτυλα ώστε να προξενήσω πόνο
|
pinch
|
- (μεταφορικά) τρώω κάτι στα γρήγορα
|
nibble
|