🇬🇧 en el 🇬🇷
but conjunction
/bət/
,
/bʊt/
,
/bʌt/
,
[bɐt]
|
|
---|---|
|
αλλά, μα, αν και, καίτοι, μολονότι, παρόλο |
|
αλλά, εκτός, με εξαίρεση, πλην |
|
αν και, καίτοι, μολονότι, παρόλο |
- anything but
- κάθε
- all but
- παραλίγο
- not only … but also
- όχι μόνο … αλλά και
- the dogs bark, but the caravan goes on
- τα σκυλιά αλυχτούν μα το καραβάνι προχωρά
- I know you are but what am I
- όποιος το λέει είναι
- the wolf may lose his teeth but never his nature
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του
- the fox may grow grey but never good
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του
- the cat would eat fish but would not wet her feet
- αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως
- last but not least
- βέβαια