🇬🇷 el en 🇬🇧

εκτός

  /eˈktos/
  • επιπλέον +από/+γενική, πέρα +από, πέραν +γενική
except, apart from, besides, out
  • εξαιρουμένου +γενική, με εξαίρεση, εξαιρώντας, πέρα +από, πέραν +γενική
out
Wiktionary Links