🇬🇧 en el 🇬🇷
renegade noun
/ˈɹɛ.nəˌɡeɪd/
,
/ˈɹɛ.nɪˌɡeɪd/
|
|
|---|---|
|
αντάρτης, αντάρτισσα, εκτός νόμου |
|
αποστάτης, αποστάτισσα, αποστάτρια, αρνησίθρησκος, εξωμότης |
Wiktionary Links
- English: renegade