🇬🇧 en el 🇬🇷
capital noun
/ˈkæpɪtəl/
,
[ˈkʰæp.ɪ.ɾɫ̩]
|
|
---|---|
|
κεφάλαιο |
capital noun
/ˈkæpɪtəl/
,
[ˈkʰæp.ɪ.ɾɫ̩]
|
|
---|---|
|
κιονόκρανο |
capital adjective
/ˈkæpɪtəl/
,
[ˈkʰæp.ɪ.ɾɫ̩]
|
|
---|---|
|
κεφαλαιώδης |
|
κεφαλαίος |
capitalism noun
/ˈkapɪt(ə)lɪz(ə)m/
,
/ˈkæpɪ̈tl̩ˌɪzm̩/
|
|
---|---|
|
καπιταλισμός, κεφαλαιοκρατία |
|
κεφαλαιοκρατία |
capitalize verb
/ˈkæpətəˌlaɪz/
|
|
---|---|
|
κεφαλαιοποιώ |
capitalization |
|
---|---|
κεφαλαιοποίηση |
- capital city
- πρωτεύουσα
- capital letter
- κεφαλαίο, κεφαλαίο γράμμα
- capital punishment
- θανατική ποινή, έσχατη ποινή
- working capital
- κυκλοφορούν ενεργητικό
- capital gain
- υπεραξία
- capital-intensive
- έντασης κεφαλαίου, εντάσεως κεφαλαίου
- capital gains tax
- φορολογία επί των κεφαλαιακών κερδών
- Brussels-Capital Region
- Περιφέρεια των Βρυξελλών
- equity capital
- ίδια κεφάλαια
Wiktionary Links
- English: capital