🇬🇧 en el 🇬🇷
chance noun
/t͡ʃæns/
,
/t͡ʃɑːns/
,
[t͡ʃɑːns]
,
[t͡ʃʰans]
,
[t͡ʃʰeəns]
,
[t͡ʃʰäːns]
,
[t͡ʃʰæns]
,
[t͡ʃʰæːns]
,
[t͡ʃʰɐːns]
,
[t͡ʃʰɑːns]
,
[t͡ʃʰɛəns]
,
[t͡ʃʰɛːns]
|
|
---|---|
|
πιθανότητα, ενδεχόμενο |
|
πιθανότητα, ευκαιρία |
|
σύμπτωση, περίσταση, συγκυρία, τύχη |