🇬🇷 el en 🇬🇧

ευκαιρία noun

opportunity, chance
  • ο κατάλληλος καιρός, η ευνοϊκή συγκυρία, η χρονική στιγμή που προσφέρεται για να γίνει κάτι που πρέπει ή θέλουμε να κάνουμε
by the by, by the way
Wiktionary Links