🇬🇧 en el 🇬🇷
deed noun
/diːd/
|
|
---|---|
|
πράξη |
|
συμβολαιογραφική πράξη, συμβόλαιο |
deed noun
/diːd/
|
|
---|---|
|
πράξη |
|
συμβολαιογραφική πράξη, συμβόλαιο |