🇬🇷 el en 🇬🇧

πράξη noun

  /ˈpɾa.ksi/
act, action
  • (μαθηματικά) διαδικασία που παράγει μια νέα τιμή από μία ή περισσότερες τιμές εισόδου
operation
Wiktionary Links