🇬🇧 en el 🇬🇷
devil noun
/ˈdɛvəl/
,
/ˈdɛvɪl/
|
|
|---|---|
|
διάβολος |
|
διάβολος, δαίμονας, ζιζάνιο |
|
δαίμονας, διάβολος |
devil properNoun
/ˈdɛvəl/
,
/ˈdɛvɪl/
|
|
|---|---|
|
Διάβολος, διάβολος |
- devil's advocate
- συνήγορος του διαβόλου, δικηγόρος του διαβόλου
- dust devil
- ανεμοστρόβιλος, σκονοδιάβολος
- she-devil
- διαβόλισσα, διαβολογυναίκα, διαβολοθήλυκο
- devil's claw
- αρπαγόφυτο
- devil's luck
- κωλοφαρδία
- poor devil
- φουκαράς
- speak of the devil
- κατά φωνή κι ο γάιδαρος
- Tasmanian devil
- διάβολος της Τασμανίας
- the devil is in the details
- ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες