🇬🇷 el en 🇬🇧
διάβολος noun
/ˈðʝa.vo.los/
|
|
---|---|
devil |
Διάβολος |
|
---|---|
devil |
- να πάρει ο διάβολος
- dammit
- διάβολος της Τασμανίας
- Tasmanian devil
- ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες
- the devil is in the details
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος και έπνιγε τα παιδιά του
- idle hands are the devil's workshop
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του
- idle hands are the devil's workshop
Wiktionary Links
- ελληνικά: διάβολος