🇬🇧 en el 🇬🇷
disorder noun
/dɪsˈɔːdə(ɹ)/
,
/dɪsˈɔːɹdɚ/
,
/dɪzˈɔːɹdəɹ/<q:obsolete><ref:{{R:Jespersen MEGoHP|I|6.64|203}}>
|
|
---|---|
|
διαταραχή |
|
αταξία, ταραχή |
|
αναταραχή |
disordered adjective
/dɪsˈɔɹdɚd/
,
/dɪsˈɔːdəd/
|
|
---|---|
|
ακατάστατος |
- attention deficit hyperactivity disorder
- ΔΕΠΥ, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας
- bipolar disorder
- διπολική διαταραχή, διπολική συναισθηματική διαταραχή
- pedophilic disorder
- παιδοφιλία
- congenital disorder
- συγγενής πάθηση
- mental disorder
- ψυχική ασθένεια
- personality disorder
- διαταραχή προσωπικότητας
- schizoid personality disorder
- σχιζοειδής διαταραχή προσωπικότητας
- eating disorder
- διαταραχή σίτισης, διατροφική διαταραχή
- binge eating disorder
- ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση διαταραχή
Wiktionary Links
- English: disorder