🇬🇷 el en 🇬🇧
διαταραχή noun |
|
---|---|
disorder |
- διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας
- attention deficit hyperactivity disorder
- διπολική διαταραχή
- bipolar disorder
- διπολική συναισθηματική διαταραχή
- bipolar disorder
- σχιζοειδής διαταραχή προσωπικότητας
- schizoid personality disorder
- διαταραχή σίτισης
- eating disorder
- σχιζοτυπική διαταραχή προσωπικότητας
- schizotypal personality disorder
- υπερκινητική διαταραχή
- hyperkinetic disorder
- ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση διαταραχή
- binge eating disorder
- ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
- obsessive-compulsive disorder
Wiktionary Links
- ελληνικά: διαταραχή