🇬🇧 en el 🇬🇷
don't |
|
---|---|
δε μου καίγεται καρφί |
don't verb
/don(ʔ)/
,
/doʊnt/
,
/dəʊnt/
,
[doʊ̯n]
,
[doːnt]
,
[dõʊ̯̃(ʔ)t̚]
,
[dõʔ]
,
[dəʊ̯nt̚]
,
[dʊnt]
|
|
---|---|
|
δε |
- don't mention it
- παρακαλώ, τίποτα
- clothes don't make the man
- τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, το ράσο δεν κάνει τον παπά
- don't put all your eggs in one basket
- μη βάζεις όλα τ' αβγά στο ίδιο καλάθι
- what you don't know can't hurt you
- μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται
- don't count your chickens
- κράτα μικρό καλάθι
- don't feed the trolls
- μην ταΐζετε τα τρολ
- I don't speak English
- δεν μιλώ αγγλικά, δεν μιλώ ελληνικά
- I don't know
- δεν ξέρω
- I don't care
- δε με νοιάζει
Wiktionary Links
- English: don't