🇬🇧 en el 🇬🇷
garbage noun
/ˈɡɑɹbɪd͡ʒ/
,
/ˈɡɑːbɪd͡ʒ/
|
|
---|---|
|
σκουπίδια, απορρίματα |
- garbage can
- σκουπιδοτενεκές
- garbage truck
- απορριμματοφόρο
- garbage collector
- σκουπιδιάρης, συλλέκτης απορριμάτων
- garbage collection
- αποκομιδή απορριμμάτων, συλλογή απορριμμάτων, συλλογή απορριμάτων
- garbage dump
- σκουπιδαριό
- garbage in, garbage out
- εισερχόμενα δεδομένα εξερχόμενα δεδομένα
- piles of garbage
- σκουπιδομάνι
Wiktionary Links
- English: garbage