🇬🇧 en el 🇬🇷
global adjective
/ˈɡlobəl/
,
/ˈɡloʊbəl/
,
/ˈɡləʊbəl/
|
|
---|---|
|
παγκόσμιος |
|
καθολικός |
globalization |
|
---|---|
παγκοσμιοποίηση |
globally |
|
---|---|
παγκόσμια |
globally adverb
/ˈɡloʊbəli/
,
/ˈɡləʊbəli/
|
|
---|---|
|
παγκοσμίως |
globalized |
|
---|---|
παγκοσμιοποιημένος |
- global warming
- παγκόσμια θέρμανση
- global village
- παγκόσμιο χωριό
- Global Positioning System
- Παγκόσμιο Σύστημα Θεσιθεσίας
- global positioning system
- Παγκόσμιο Σύστημα Θεσιθεσίας
- global city
- παγκοσμιούπολη
- global search
- καθολική αναζήτηση
- global shutter
- καθολικό κλείστρο
- global variable
- καθολική μεταβλητή
Wiktionary Links
- English: global