🇬🇷 el en 🇬🇧

καθολικός adjective

  /ka.θo.liˈkos/
  • (εκκλησιαστικός όρος) σχετικός με τον καθολικισμό
Catholic, catholic, universal
  • (πληροφορική) → δείτε τον όρο καθολική μεταβλητή
global

καθολικός noun

  /ka.θo.liˈkos/
  • ο πιστός του καθολικισμού
catholic
Wiktionary Links