🇬🇧 en el 🇬🇷
language noun
/ˈlæŋɡwɪd͡ʒ/
,
[ˈleɪŋɡwɪd͡ʒ]
|
|
---|---|
|
γλώσσα |
|
γλώσσα προγραμματισμού, κώδικας, γλώσσα |
|
λόγος, ομιλία |
|
διάλεκτος, ιδιογλωσσία, φρασεολογία |
- sign language
- νοηματική γλώσσα
- constructed language
- τεχνητή γλώσσα
- proto-language
- πρωτογλώσσα
- machine language
- γλώσσα μηχανής, κώδικας μηχανής
- programming language
- γλώσσα προγραμματισμού
- assembly language
- συμβολική γλώσσα
- formal language
- τυπική γλώσσα
- markup language
- γλώσσα σήμανσης
- query language
- γλώσσα ερωτημάτων
Wiktionary Links
- English: language