🇬🇷 el en 🇬🇧
λόγος noun
/ˈlo.ɣos/
|
|
|---|---|
| word, ratio, speech, account, reason | |
Λόγος |
|
|---|---|
| Logos | |
-λόγος |
|
|---|---|
| -ist | |
- που λέει ο λόγος
- as the saying goes, as the word goes
- σηματοθορυβικός λόγος
- signal-to-noise ratio
- όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος
- speak softly and carry a big stick
- όπου δεν τύπτει λόγος τύπτει ράβδος
- speak softly and carry a big stick
- λόγος διαστάσεων
- aspect ratio
- ασυνάρτητος λόγος
- rambling
- λόγος μίσους
- hate speech
- λόγος της τιμής
- word of honor
Wiktionary Links
- ελληνικά: λόγος