🇬🇧 en el 🇬🇷
loud adjective
/laʊd/
|
|
---|---|
|
δυνατός, ηχηρός |
|
θορυβώδης, βροντερός, βροντώδης |
|
κραυγαλέος, φανταχτερός, χτυπητός |