🇬🇷 el en 🇬🇧

δυνατός adjective

  /ði.naˈtos/
  • με μεγάλη σωματική δύναμη
strong
  • ο εφικτός
possible
  • που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση ή σφοδρότητα
loud
Wiktionary Links