🇬🇧 en el 🇬🇷
object noun
/əbˈd͡ʒɛkt/
,
/ˈɑb.d͡ʒɛkt/
,
/ˈɒb.d͡ʒɛkt/
|
|
---|---|
|
αντικείμενο |
|
σκοπός |
object verb
/əbˈd͡ʒɛkt/
,
/ˈɑb.d͡ʒɛkt/
,
/ˈɒb.d͡ʒɛkt/
|
|
---|---|
|
αντιτίθεμαι, αντιτείνω, διαφωνώ, ενίσταμαι |
objective noun
/ɒbˈd͡ʒɛk.tɪv/
,
/əbˈd͡ʒɛk.tɪv/
|
|
---|---|
|
αντικείμενο |
|
αντικείμενο, αντικειμενικός |
|
αντικειμενικός φακός, αντικειμενικός |
|
πλάγια πτώση |
objective adjective
/ɒbˈd͡ʒɛk.tɪv/
,
/əbˈd͡ʒɛk.tɪv/
|
|
---|---|
|
αντικειμενικός |
objection noun
/əbˈd͡ʒɛkʃən/
|
|
---|---|
|
αντίρρηση |
|
ένσταση, αντίρρηση |
objectivity noun
/ˌɑbd͡ʒɛkˈtɪvɪti/
,
/ˌɒbd͡ʒɛkˈtɪvɪti/
,
[ˌɑbd͡ʒɛkˈtɪvɪɾi]
|
|
---|---|
|
αντικειμενικότητα |
objectively adverb
/əbˈd͡ʒɛktɪvli/
|
|
---|---|
|
αντικειμενικά |
objecting |
|
---|---|
αντιρρητικός |
- unidentified flying object
- ΑΤΙΑ, άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο
- object code
- γλώσσα μηχανής
- object-oriented
- αντικειμενοστρεφής
- first-class object
- αντικείμενο πρώτης τάξης
- Document Object Model
- μοντέλο αντικειμένου εγγράφου
- object-oriented programming
- αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός
- class object
- αντικείμενο
- astronomical object
- ουράνιο σώμα
- object-based programming
- αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός
Wiktionary Links
- English: object