🇬🇧 en el 🇬🇷
officer noun
/ˈɑ.fə.sɚ/
,
/ˈɑ.fɪ.sɚ/
,
/ˈɒf.sə/
,
/ˈɒf.ə.sə/
,
/ˈɒf.ɪ.sə/
,
/ˈɔ.fə.sɚ/
,
/ˈɔ.fɪ.sɚ/
|
|
|---|---|
|
αξιωματικός |
office noun
/ˈɑ.fɪs/
,
/ˈɒf.ɪs/
,
/ˈɔ.fɪs/
|
|
|---|---|
|
γραφείο |
- police officer
- αστυνομικός, αστυνομικίνα
- commanding officer
- αρχηγός, διοικητής
- non-commissioned officer
- υπαξιωματικός
- customs officer
- τελωνειακός
- warrant officer
- ανθυπασπιστής
- chief executive officer
- διευθύνουσα σύμβουλος, διευθύνων σύμβουλος
- flying officer
- υποσμηναγός
- pilot officer
- ανθυποσμηναγός
- warrant officer class 2
- επιλοχίας