🇬🇷 el en 🇬🇧

αξιωματικός noun

  /a.ksi.o.ma.tiˈkos/
  • (στρατιωτικός βαθμός) στρατιωτικός με βαθμό ίσο ή ανώτερο του ανθυπολοχαγού στο στρατό ξηράς ή του αντίστοιχού του στα άλλα σώματα
officer, bishop

αξιωματικός adjective

  /a.ksi.o.ma.tiˈkos/
  • (μαθηματικά) που είναι σχετικός ή απορρέει από ένα αξίωμα, που χαρακτηρίζεται από αξιωματικότητα
axiomatic
Wiktionary Links