🇬🇧 en el 🇬🇷
once conjunction
/wɒn(t)s/
,
/wʌn(t)s/
|
|
---|---|
|
μόλις |
once adverb
/wɒn(t)s/
,
/wʌn(t)s/
|
|
---|---|
|
άπαξ, μια φορά |
|
άλλοτε, παλιά |
- at once
- αμέσως, μαζί, συνάμα, ταυτόχρονα
- once upon a time
- μια φορά κι έναν καιρό, μια φορά ήταν δεν ήταν
- once again
- ξανά, από την αρχή, εκ νέου
- all at once
- μεμιάς
- once in a blue moon
- στη χάση και στη φέξη
- once and for all
- άπαξ δια παντός
- once in a while
- κάθε τόσο, κάπου-κάπου, κατά διαστήματα, μια (φορά) στο τόσο, πού και πού
- once bitten, twice shy
- όποιος καεί με τον χυλό, φυσάει και το γιαούρτι
Wiktionary Links
- English: once