🇬🇷 el en 🇬🇧

μόλις adverb

  • (+ απόλυτο αριθμητικό) για κάτι που έγινε σχετικά πρόσφατα
  • ελάχιστη ώρα πριν
  • την ίδια στιγμή
  • ελάχιστα, σχεδόν καθόλου, με μεγάλη δυσκολία
as soon as, once
  • (τροπικό επίρρημα)
as soon as, barely, once
  • (χρονικό επίρρημα)
as soon as, just, once
Wiktionary Links