🇬🇧 en el 🇬🇷
see verb
/ˈsi/
,
/ˈsiː/
|
|
---|---|
|
βλέπω |
|
καταλαβαίνω |
see noun
/ˈsi/
,
/ˈsiː/
|
|
---|---|
|
επισκοπή |
- see you later
- τα λέμε, γεια, γεια χαρά
- see you
- τα λέμε, τα λέμε αργότερα
- see through
- αντιλαμβάνομαι
- long time no see
- χρόνια και ζαμάνια
- I see
- μάλιστα
- see eye to eye
- συμφωνώ
- see off
- ξεβγάζω, συνοδεύω
- there are none so blind as those who will not see
- στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα
- Holy See
- Αγία Έδρα