🇬🇧 en el 🇬🇷
self- prefix
/sɛlf/
|
|
|---|---|
|
αυτο-, αυτό- |
self noun
/sɛf/
,
/sɛlf/
|
|
|---|---|
|
εαυτός |
- self-confidence
- αυτοπεποίθηση
- self-defense
- αυτοάμυνα
- self-contained
- ανεξάρτητος, αυτοτελής, αυτόνομος
- self-control
- αυτοέλεγχος
- self-portrait
- αυτοπροσωπογραφία, αυτοπορτρέτο
- self-sacrifice
- αυτοθυσία, αυτοθυσιάζομαι
- self-determination
- αυτοδιάθεση
- self-evident
- αυταπόδεικτος, αυτονόητος
- self-service
- αυτοεξυπηρέτηση
- self-respect
- αυτοσεβασμός
Wiktionary Links
- English: self-