🇬🇷 el en 🇬🇧

αυτοπροσωπογραφία noun

  • προσωπογραφία / πορτρέτο που παριστάνει κάποιον ζωγράφο κι έχει ζωγραφιστεί απ’ τον ίδιο
self-portrait
Wiktionary Links