🇬🇧 en el 🇬🇷
sour adjective
/ˈsaʊə/
,
/ˈsaʊɚ/
|
|
---|---|
|
ξινός, ξινισμένος |
|
ξινός |
|
ξινισμένος |
|
όξινος |
sourness noun |
|
---|---|
|
αγουράδα, αγουρίλα, δυστροπία, ξινίλα, στρυφνότητα |
Wiktionary Links
- English: sour