🇬🇧 en el 🇬🇷
than preposition
/ðæn/
,
/ðən/
,
/ðɛn/
,
[ðn̩]
|
|
---|---|
|
από |
- better safe than sorry
- κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε
- there's more than one way to skin a cat
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι
- rather than
- παρά, αντί
- greater than
- μεγαλύτερο από
- whiter than white
- αψεγάδιαστος
- better late than never
- κάλλιο αργά παρά ποτέ
- blood is thicker than water
- το αίμα νερό δεν γίνεται
- the pen is mightier than the sword
- η γλώσσα κόκαλα δεν έχει μα κόκαλα τσακίζει
- one's bark is worse than one's bite
- σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει, σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει