🇬🇧 en el 🇬🇷
the article
/jiː/
,
/ð/
,
/ðeː/
,
/ði/
,
/ði/ [ðɪj]
,
/ðiː/
,
/ðə/
,
/ˈðiː/
,
/θeː/
|
|
---|---|
|
ο |
|
ο, η |
|
στον, ο |
- Acts of the Apostles
- Πράξεις των Αποστόλων
- The Hague
- Χάγη
- the fuck
- γαμώτο, μαλακία, σκατά, στον πούτσο
- the die is cast
- ο κύβος ερρίφθη
- what the fuck
- στο διάολο, τι στον πούτσο
- sign of the cross
- σταυρός
- Democratic Republic of the Congo
- Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
- on the contrary
- αντίθετα
- a bird in the hand is worth two in the bush
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει
Wiktionary Links
- English: the