🇬🇧 en el 🇬🇷
ticket noun
/ˈtɪkət/
,
/ˈtɪkɪt/
|
|
---|---|
|
εισιτήριο |
|
εισιτήριο, πρόστιμο, κλήση τροχαίας |
Wiktionary Links
- English: ticket