🇬🇧 en el 🇬🇷
treatment noun
/ˈtɹiːtmənt/
|
|
---|---|
|
αγωγή, θεραπεία, θεραπευτική αγωγή |
|
αντιμετώπιση, μεταχείριση, συμπεριφορά |
|
επεξεργασία, κατεργασία |
Wiktionary Links
- English: treatment